- Κυριλλιανός
- ο, θηλ. Κυριλλιανή (Μ Κυριλλιανός, θηλ. Κυριλλιανή) [Κύριλλος]οπαδός τού Κυρίλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek